κωνοκόλουρος

κωνοκόλουρος
κωνο-κόλουρος, ,
A = κολουρόκωνος, Hero Metr.3.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κωνοκόλουρος — κωνοκόλουρος, ὁ (Α) κόλουρος κώνος, κολουρόκωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + κόλουρος] …   Dictionary of Greek

  • κωνοκόλουρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”